ειλωτικος

ειλωτικος
    εἱλωτικός
    3
    илотский
    

(πλῆθος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ειλωτικος" в других словарях:

  • ειλωτικός — εἰλωτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους είλωτες 2. (το ουσ. ως ουσ.) τὸ εἱλωτικόν το σύνολο τών ειλώτων …   Dictionary of Greek

  • Εἱλωτικός — of Helots masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλωτικός — of Helots masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἱλωτικῶν — Εἱλωτικός of Helots fem gen pl Εἱλωτικός of Helots masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλωτικῶν — Εἱλωτικός of Helots fem gen pl Εἱλωτικός of Helots masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἱλωτικόν — Εἱλωτικός of Helots masc acc sg Εἱλωτικός of Helots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλωτικόν — Εἱλωτικός of Helots masc acc sg Εἱλωτικός of Helots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἱλωτικοῦ — Εἱλωτικός of Helots masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλωτικοῦ — Εἱλωτικός of Helots masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»